Τετάρτη 2 Ιουνίου 2010

Και επικίνδυνα εισαγόμενα απόβλητα


Σύμφωνα με εκτιμήσεις που προέκυψαν σε σχετική ημερίδα την οποία οργάνωσε το ΤΕΕ, η ετήσια παραγωγή επικίνδυνων αποβλήτων, κυρίως από 20 επιχειρήσεις της χώρας, κυμαίνεται από 350.000 τόνους, όπως αναφέρουν τα επίσημα στοιχεία, έως 650.000 τόνους. Λόγω της ισχύουσας πρακτικής, τα τοξικά απόβλητα ουσιαστικά καταλήγουν στο ποτήρι μας, στο πιάτο μας, στην τροφική αλυσίδα και στον αέρα. Η πρόσφατη καταδίκη της Ελλάδας τον Σεπτέμβριο του 2009 από την ΕΕ για τη διαχείριση των επικίνδυνων αποβλήτων, καταδεικνύει και το μέγεθος του προβλήματος.
Η ημερίδα εντάσσεται στο έργο του ΤΕΕ και πραγματοποιήθηκε εν όψει της Παγκόσμιας Ημέρας Περιβάλλοντος.

«Καθημερινά βρίσκονται σε ΧΑΔΑ γύρω από την Αττική επικίνδυνα απόβλητα, τα οποία εναποτίθενται εκεί πολλές φορές εν γνώσει των τοπικών αρχόντων, αλλά και σε ρέματα, σε πλαγιές, ακόμη και σε βιολογικές καλλιέργειες. Εχουμε σοβαρές ενδείξεις για ξέπλυμα επικίνδυνων αποβλήτων σε κοκτέιλ καυσίμων, κάτι που αποτελεί περιβαλλοντικό και οικονομικό έγκλημα», αποκάλυψε ο Γενικός Επιθεωρητής Περιβάλλοντος του υπουργείου Περιβάλλοντος Παναγιώτης Μέρκος, μιλώντας στην ημερίδα, όπου μετέφερε τον χαιρετισμό της υπουργού Τίνας Μπιρμπίλη και της Γενικής Γραμματέως Μαργαρίτας Καραβασίλη.

Ο κ. Μέρκος χαρακτήρισε «γκρίζα και συγκεχυμένη» την πραγματικότητα στον τομέα της διαχείρισης επικίνδυνων αποβλήτων και πρόσθεσε ότι οι Επιθεωρητές Περιβάλλοντος είναι λίγοι, αλλά αρχίζουν συνεργασία με το ΣΔΟΕ και το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, ώστε να υπάρξουν συντονισμένα αποτελέσματα, ιδιαίτερα για τις διασυνοριακές μεταφορές επικίνδυνων αποβλήτων, καθώς φαίνεται να φθάνουν στην Ελλάδα επικίνδυνα απόβλητα και από γειτονικές χώρες.

«Περίπου 600.000 τόνοι "ορφανών" επικίνδυνων αποβλήτων κανείς δεν γνωρίζει πού έχουν διατεθεί και το πιο πιθανό είναι να τα βρίσκουμε στο ποτήρι μας, στο πιάτο μας, στην τροφική αλυσίδα, στον αέρα», τόνισε η περιβαλλοντολόγος Π.Μ., Επιμελήτρια ΜΕΠΑΑ Δρ. Χριστίνα Θεοχάρη, παρουσιάζοντας την εισήγηση της οργανωτικής επιτροπής της ημερίδας.
Η ίδια υπογράμμισε ότι με εξαίρεση το 0,7 έως 0,8% που εξάγεται προς επεξεργασία σε εγκαταστάσεις κυρίως της Γερμανίας, του Βελγίου, της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας, η διαχείριση της πλειονότητας των περίπου 330.000 τόνων επικίνδυνων αποβλήτων που παράγονται ετησίως (άλλες εκτιμήσεις ανεβάζουν την ποσότητα αυτή σε πολύ μεγαλύτερο αριθμό) παραμένει στην πράξη ανεξέλεγκτη. Οι παραγωγοί των αποβλήτων αυτών διατηρούν μειωμένο έως και μηδενικό το κόστος επεξεργασίας τους, αυξάνοντας τα κέρδη τους σε βάρος του περιβάλλοντος και του κοινωνικού συνόλου.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΥΠΕΧΩΔΕ του 2004, τα οποία θεωρούνται ημιτελή, η κ. Θεοχάρη ανέφερε ότι το 85-90% της ετήσιας παραγωγής επικίνδυνων αποβλήτων αποδίδεται σε περίπου 20 μονάδες της πρωτογενούς μεταλλουργίας, διύλισης αργού πετρελαίου, δραστηριοτήτων παραγωγής πετρελαιοειδών καταλοίπων, παραγωγής και χρήσης λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων και συναφών χημικών προϊόντων. Το υπόλοιπο 10-15% το παράγουν όλοι οι άλλοι βιομηχανικοί κλάδοι, ενώ σημαντικός είναι ο ρόλος των ιατρικών αποβλήτων, καθώς και το ζήτημα που ανακύπτει με τη διασυνοριακή μεταφορά των επικίνδυνων αποβλήτων.

Στα άμεσα αναγκαία μέτρα η Δρ. Χρ. Θεοχάρη πρότεινε την ανάπτυξη και υλοποίηση ενός ολοκληρωμένου και αποτελεσματικού συστήματος διαχείρισης επικίνδυνων αποβλήτων με τη μείωση-ελαχιστοποίηση των παραγομένων, την ανακύκλωση των αξιοποιήσιμων υλικών, την επεξεργασία των εναπομεινάντων αποβλήτων και την τελική διάθεση των υπολειμμάτων. Ακόμη χρειάζεται συμπλήρωση και εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου και ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.